Τριάντα δύο χρόνια μετά την θρυλική του πορεία στο θέατρο «Περοκέ» (1991-92), η μουσική παράσταση «Το έκτο πάτωμα» αναβιώνει στη σκηνή του Θεάτρου Παλλάς, σε σκηνοθεσία Γιώργου Βάλαρη και με τη συμμετοχή ενός εκλεκτού επιτελείου καλλιτεχνών. Η παράσταση βασίζεται στην εξαιρετικά επιτυχημένη κωμική διασκευή της Άννας Παναγιωτοπούλου πάνω στο δημοφιλές έργο του Αλφρέντ Ζερί, το οποίο παίζεται διεθνώς από το 1938. Η παραγωγή ζωντανεύει ξανά μερικά από τα πιο αγαπημένα τραγούδια του ελληνικού μουσικού θεάτρου, όπως τα «Τι ώρα είναι» και «Η κουπαστή», σε μουσική Σταμάτη Κραουνάκη και στίχους Λίνας Νικολακοπούλου.
Μια διαχρονική ιστορία από το Παρίσι του ’30
Η υπόθεση του έργου παραμένει εντυπωσιακά επίκαιρη. Στο Παρίσι της δεκαετίας του 1930, οι ένοικοι του έκτου ορόφου μιας πολυκατοικίας προσπαθούν να επιβιώσουν εν μέσω οικονομικής κρίσης. Η καθημερινότητά τους ξεδιπλώνεται μέσα από έντονους έρωτες, συνεχείς συγκρούσεις και τα όνειρα, μικρά και μεγάλα, που κάνει ο καθένας για τη ζωή του. Στην πορεία, οι ήρωες συνειδητοποιούν ότι πέρα από τα όνειρα, που σπάνια γίνονται πραγματικότητα, η πραγματική δύναμη βρίσκεται στην αγάπη, τη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη, στοιχεία που τους κρατούν ενωμένους απέναντι σε κάθε δυσκολία.
Το σκηνοθετικό όραμα και η πορεία του έργου
Όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης Γιώργος Βάλαρης, αν και το έργο τοποθετείται στο Παρίσι του μεσοπολέμου –μια εποχή καλλιτεχνικής έκρηξης με μορφές όπως ο Πικάσο και ο Νταλί– θα μπορούσε κάλλιστα να διαδραματίζεται σε μια γειτονιά της σημερινής Αθήνας. Οι ήρωες είναι βιοπαλαιστές, καλλιτέχνες και εργάτες που αδυνατούν να πληρώσουν το ενοίκιο, ζώντας με άδεια στομάχια αλλά γεμάτοι ελπίδα. Το αισιόδοξο μήνυμα του έργου είναι ότι η αγάπη και η ανθρωπιά μπορούν να ξεπεράσουν κάθε εμπόδιο.
Το έργο του Ζερί (1937) έχει μακρά ιστορία στην Ελλάδα. Πρωτοπαρουσιάστηκε το 1938 από τη Μαρίκα Κοτοπούλη, ενώ αργότερα ο Ντίνος Ηλιόπουλος το παρουσίασε με τον τίτλο «Οι κυρίες της αυλής». Ωστόσο, η διασκευή της Άννας Παναγιωτοπούλου το 1991 θεωρείται η πλέον θρυλική εκδοχή του.
Η κυριαρχία των σταρ στο Broadway και το κόστος των εισιτηρίων
Ενώ η αθηναϊκή σκηνή υποδέχεται μια αγαπημένη αναβίωση, το τοπίο στο Broadway κυριαρχείται από μια διαφορετική τάση, η οποία συγκεντρώνει έντονη κριτική. Πρόκειται για τη στρατηγική των παραγωγών να χρησιμοποιούν διάσημα ονόματα του Χόλιγουντ σε γνωστά θεατρικά έργα, διατηρώντας τις τιμές των εισιτηρίων σε «στρατοσφαιρικά» επίπεδα. Οι παραγωγοί φαίνεται να ποντάρουν περισσότερο στην εμπορικότητα των αστέρων παρά στην καλλιτεχνική ποιότητα.
Πάντως, η φετινή σεζόν βλέπει μια ελαφρά πτώση τιμών σε σχέση με πέρυσι. Ενδεικτικά, το «Othello» με τους Denzel Washington και Jake Gyllenhaal πλησίαζε τα 400 δολάρια, ενώ φέτος το «Waiting for Godot» με τους Keanu Reeves και Alex Winter κυμαίνεται στα 235 δολάρια και το «Art» με τους Bobby Cannavale, Neil Patrick Harris και James Corden κοστίζει περίπου 200 δολάρια.
«Περιμένοντας τον Γκοντό» με αύρα… “Bill & Ted”
Η αναβίωση του «Περιμένοντας τον Γκοντό» (Waiting for Godot) δέχτηκε αυστηρή κριτική. Η επιλογή των Keanu Reeves και Alex Winter φαίνεται να έγινε με γνώμονα τη νοσταλγία για τις ταινίες «Bill & Ted» όπου πρωταγωνιστούσαν. Σύμφωνα με τις κριτικές, η «κωμική χημεία» του διδύμου δεν λειτούργησε στο απαιτητικό κείμενο του Μπέκετ, με τις ερμηνείες τους να χαρακτηρίζονται «μηχανικές». Μάλιστα, μια «ατυχής στιγμή αέρινης κιθάρας» (air-guitar moment) από τον Reeves φέρεται να υπονόμευσε πλήρως την ατμόσφαιρα. Θετικά σχόλια απέσπασαν, ωστόσο, οι δευτερεύοντες ρόλοι (Brandon J. Dirden και Michael Patrick Thornton), ενώ η μινιμαλιστική σκηνοθεσία του Jamie Lloyd κρίθηκε «κομψή αλλά κενή».
«Art»: Όταν η φήμη επισκιάζει την ουσία
Ανάλογα σχόλια δέχτηκε και η αναβίωση του «Art» της Yasmina Reza. Οι κριτικοί σημείωσαν ότι ο ενθουσιασμός του κοινού εστιάστηκε περισσότερο στη φήμη των πρωταγωνιστών (Cannavale, Harris, Corden) παρά στην ουσία του έργου. Το χιούμορ του έργου, που βασίζεται σε ατάκες για τη σύγχρονη τέχνη («θα μπορούσε να το ζωγραφίσει το παιδί μου»), χαρακτηρίστηκε «μπαγιάτικο» και «αστικό». Από τις ερμηνείες, ο James Corden θεωρήθηκε ο πιο φυσικός, αλλά ακόμα και η δική του ενέργεια δεν κατάφερε να διασώσει μια παράσταση που κρίθηκε τελικά «στατική».